ποπλίνα

ποπλίνα
η
(λ. αγγλ.), είδος βαμβακερού υφάσματος που μοιάζει με μεταξωτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποπλίνα — η, Ν είδος υφάσματος που είναι στιλπνό σαν το μεταξωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poplin < γαλλ. papeline] …   Dictionary of Greek

  • τόπι — το (λ. τουρκ.) 1. μπάλα: Παίζουμε τόπι; 2. βλήμα πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο: Βάλτε φωτιά στα τόπια, κάψτε τα Γιάννενα (δημ. τραγ.). 3. Ύφασμα τυλιγμένο γύρω από ξύλινο άξονα ή άλλη ύλη: Ένα τόπι ποπλίνα. 4. δεσμίδα πεντακοσίων φύλλων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”